ὁπλοφόρος

ὁπλοφόρος
ὁπλο-φόρος, ον,
A bearing arms: armed man, warrior, soldier, E.Ph. 789,IA190 (both lyr.), X.Cyr.5.4.27, LXX 2 Ch.14.8(7).
II = δορυφόρος, X.Hier.2.8, J.AJ6.6.2, al.
2 a magistrate or religious official, IG12(8).178 ([place name] Samothrace).
III epith. of Pallas,

Ἀρχ. Ἐφ. 1911.126

(Thessaly ; of Ares,Rev.Bibl.32.118 ([place name] Palestine).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ὁπλοφόρος — bearing arms masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οπλοφόρος — ο (Α ὁπλοφόρος, ον) αυτός που φέρει όπλο, ένοπλος νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο οπλοφόρος οπλισμένος άντρας αρχ. 1. δορυφόρος, σωματοφύλακας 2. κρατικός υπάλληλος με δικαστικό ή θρησκευτικό αξίωμα 3. προσωνυμία τής Αθηνάς και τού Άρεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • οπλοφόρος — α, ο 1. αυτός που έχει όπλο, πού οπλοφορεί. 2. ως ουσ., οπλοφόρος, ο άντρας με πιστόλι ή τουφέκι: Οπλοφόροι αστυνομικοί φύλαγαν τα υπουργεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὁπλοφόρον — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem acc sg ὁπλοφόρος bearing arms neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοφόροι — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοφόροις — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοφόρου — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοφόρους — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοφόρων — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλοφόρῳ — ὁπλοφόρος bearing arms masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -φορος — ΝΜΑ β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων, αρσενικών και θηλυκών, και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα φορ τής ρίζας τού ρήματος φέρω* και απαντά σε μεγάλο αριθμό συνθέτων (σχεδόν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”